νουμμουλιτικός

νουμμουλιτικός
-ή, -ό
1. γεωλ. αυτός που περιέχει νουμμουλίτες («άμμος νουμμουλιτική»)
2. φρ. «νουμμουλιτική περίοδος» ή, απλώς, «το νουμμουλιτικό»
γεωλ. το διάστημα τού γεωλογικού χρόνου που εκτείνεται από το παλιόκαινο ώς το ηώκαινο και κατά τη διάρκεια τού οποίου έζησαν οι νουμμουλίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nummulitic < nummulite + κατάλ. -ικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μοζαμβίκη — I Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Τανζανία, το Μαλάουι και τη Ζάμπια, στα Α με τη με τη Ζιμπάμπουε, τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία και τη Σουαζιλάνδη. Βρέχεται στα Α από τον Ινδικό ωκεανό.Η Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”